χρή [Et. iz kor. g'herē(i), poželeti; sor. χαίρω, χάρις, χρεῖος (iz χρῆjος), χρῆμα, χρεία (iz χρηίη). – Obl. pravzaprav subst. (= potreba, gl. χρεώ), ki se veže z glagolom εἰμί; cj. χρῇ, opt. χρείη, inf. χρῆναι, pt. χρεών, impf. (ἐ) χρῆν, fut. χρῆσται in χρήσει]. 1. treba je, mora (dolžan je) kdo, sme se, prav je z acc. c. inf. ali z inf. χρὴ μὲν τὸν μῦθον ἀποειπεῖν, χρή σε πόλεμον παῦσαι moraš. 2. usojeno je ὡς μητρὶ μὲν χρείη με μειχθῆναι, κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν. 3. χρή μέ τινος potrebujem česa, μυθήσειαι, ὅττεό σε χρή kaj potrebuješ; οὐ δέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης ni treba, da bi bil nespameten, τί με χρὴ μητέρος αἴνου kaj mi je treba mater hvaliti. 4. (ἐ) χρῆν treba bi bilo z inf. ali acc. c. inf.