Dansko: pool, pool-ordning, pulje Nemško: Pool Grško: pool, ένωση βιομηχάνων, κοινοπρακτικές ρυθμίσεις, κοινοπραξία, ρυθμίσεις για δημιουργία κοινού ταμείου, συνασπισμός, συντεχνία, τραστ επιχειρηματιών, όμιλος Angleško: pool, pooling arrangement Finsko: pooli Francosko: dispositif de mise en commun de ressources, pool Italijansko: pool Nizozemsko: pool Portugalsko: pool Švedsko: pool