Nemško: Randkerbe Grško: έλλειψη συνδέσεως με μορφή αυλακώσεως μεταξύ δύο διαδοχικών στρώσεων ή μεταξύ του μετάλλου βάσεως και του υλικού εναποθέσεως Angleško: groove left between the parent material and the side of the deposited material, groove left between two runs Francosko: caniveau, sillon Portugalsko: cavidades